γεροκόμι(ο)

γεροκόμι(ο)
τό уход за стариками

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "γεροκόμι(ο)" в других словарях:

  • γεροκόμι — το η φροντίδα που παρέχει κανείς στους γέρους: Τα παιδιά του δεν ήθελαν να αναλάβουν το γεροκόμι του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γεροκόμιο — και γεροκόμι, το [γεροκομώ] 1. η περιποίηση τών γερόντων 2. η περιποίηση ασθενών γερόντων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»